σημιτισμός

σημιτισμός
ο
εθνικιστική κίνηση των Εβραίων.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σημιτισμός — ο, Ν ο χαρακτήρας, τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα τών Σημιτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σημίτες + κατάλ. ισμός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Καιροί] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”